στριγγλιά

στριγγλιά
και στριγκλιά, η, Ν [στρίγγλα / στριγγλίζω]
1. κακία στρίγγλας
2. μοχθηρία, δυστροπία
3. οξεία και διαπεραστική φωνή
4. φιλαργυρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

  • σκληριά — η, Ν [σκληρίζω] γοερή κραυγή, τσύρισμα, στριγγλιά …   Dictionary of Greek

  • στρίγγλισμα — και στρίγκλισμα, το, Ν [στριγγλίζω] στριγγλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”